- θύμαρνον
- θύμαρνον, τό,= ἱππομάραθον, Ps.-Dsc.3.71.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύμαρνον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμαρνόλιον — και θύμαρνον, τὸ (Α) είδος φυτού, το ιππομάραθον … Dictionary of Greek